- ανεπίδεκτος
- η , ο [ος , ον ]1) невосприимчивый; неспособный;
ανεπίδεκτος μαθήσεως — которого невозможно обучить;
2) исключающий, не допускающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπίδεκτος μαθήσεως — которого невозможно обучить;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπίδεκτος — ανεπίδεκτος, η, ο και ανεπίδεχτος, η, ο επίρρ. α ανίκανος να δεχτεί κάτι, μη επιδεκτικός: Οι δάσκαλοί του τον είχαν χαραχτηρίσει ως ανεπίδεκτο για μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπίδεκτος — not accepting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίδεκτος — η, ο (Α ἀνεπίδεκτος, ον) εκείνος που δεν είναι επιδεκτικός σε κάτι, που είναι ανίκανος να δεχθεί κάτι αρχ. απαράδεκτος, ανάρμοστος … Dictionary of Greek
ἀνεπιδέκτως — ἀνεπίδεκτος not accepting adverbial ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδεκτον — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem acc sg ἀνεπίδεκτος not accepting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέκτου — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέκτους — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέκτων — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιδέκτῳ — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδεκτα — ἀνεπίδεκτος not accepting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπίδεκτοι — ἀνεπίδεκτος not accepting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)